εθνοφθόρος

εθνοφθόρος
-ο
ο καταστρεπτικός για το έθνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έθνος + -φθόρος < φθείρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1850].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εθνοφθόρος — α, ο ο καταστρεπτικός για το έθνος, εθνοκτόνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εθνοκτόνος — α, ο που σαν να σκοτώνει το έθνος, που το καταστρέφει, ο εθνοφθόρος: Εθνοκτόνα πολιτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”